- υπερπικρος
- ὑπέρπικροςὑπέρ-πικρος2досл. необыкновенно горький, перен. едкий, язвительный
ὁ πικρῶς ὑ. Aesch. — необычайно желчный (Прометей)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁ πικρῶς ὑ. Aesch. — необычайно желчный (Прометей)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπέρπικρος — ον, Α [πικρός] 1. πάρα πολύ πικρός 2. μτφ. πάρα πολύ αυστηρός, αυστηρότατος … Dictionary of Greek
ὑπέρπικρον — ὑπέρπικρος exceedingly sharp in temper masc/fem acc sg ὑπέρπικρος exceedingly sharp in temper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… … Hofmann J. Lexicon universale
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek